Διεθνής Τύπος: Νέες κρίσεις σε Σαχέλ και Συρία πλαισιώνουν το ουκρανικό και την αντιπαράθεση ΗΠΑ-Κίνας

03.09.2023

Στο δεύτερο μισό του 2023 σειρά νέων κρίσεων και προκλήσεων στη διεθνή σκηνή έρχονται να πλαισιώσουν τις συνεχιζόμενες κρίσεις και αντιπαράθεσης στην Ουκρανία και στις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας. 


Στο Σαχέλ η αστάθεια των κρατών και κοινωνιών της περιοχής θέτει σε κίνδυνο τις εύθραυστες ισορροπίες σε μια μεγάλη περιοχή που απλώνεται μέχρι τα νοητά (υδάτινα) όρια της Ευρώπης. Στη Συρία, οι διαδηλωτές κατεβαίνουν για μια ακόμη φορά στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν κατά της αναποτελεσματικότητας της κυβέρνησης του Μπασάρ Αλ Ασάντ. Ενώ την ίδια στιγμή στην Ασία, ανεβαίνει το θερμόμετρο στις σχέσεις Κίνας-Ιαπωνίας. 

Καθώς νέες προκλήσεις πλαισιώνουν τις συνεχιζόμενες κρίσεις σε Ουκρανία και Ασία, ο ρωσικός και οι ουκρανικός Τύπος εξακολουθούν να αναλύουν τις διάφορες πτυχές του συνεχιζόμενου πολέμου στα εδάφη της Ουκρανίας, ενώ επίσης, εστιάζουν στις εξελίξεις στην Αφρική και στον Καύκασο. 

Η αστάθεια του Σαχέλ και οι νέες διαδηλώσεις στη Συρία

«Πώς η Ουκρανία μπορεί να κερδίσει έναν μακρύ σε διάρκεια πόλεμο» είναι το άρθρο γνώμης του Mick Ryan που δημοσιεύτηκε στις 30 Αυγούστου στο αμερικανικό περιοδικό «Foreign Affairs». Ο αρθρογράφος επισημαίνει ότι πόλεμος στην Ουκρανία το 2022 έχει φτάσει πλέον τους 18 μήνες, και έχουν σημειωθεί τρεις μεγάλες επιθετικές εκστρατείες. Η χώρα χρησιμοποιεί ένα μείγμα σοβιετικού και δυτικού εξοπλισμού για να πολεμήσει μια εκστρατεία στο νότο με στόχο να αποκόψει τη χερσαία σύνδεση με τη Ρωσία και να απελευθερώσει μεγάλες εκτάσεις γης που περιέχουν γεωργικό και ορυκτό πλούτο. Σύμφωνα με τον κ. Ryan, η Δύση δεν διαθέτει μια συνεκτική στρατηγική για την Ουκρανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη πρέπει να αξιοποιήσουν τους πόρους τους για να στηρίξουν την Ουκρανία. Η Δύση θα πρέπει να παράσχει στην Ουκρανία τυποποιημένο εξοπλισμό, ενισχυμένη ατομική και συλλογική εκπαίδευση και να βοηθήσει στην ανάπτυξη νέων τακτικών για να διαπεράσει τις ρωσικές άμυνες. Η Δύση θα πρέπει να δεσμευτεί να υποστηρίξει την Ουκρανία για όλη τη διάρκεια της σύγκρουσης, ώστε να υπονομεύσει τις προσπάθειες του Πούτιν και να παρέχει σιγουριά στις χώρες-χορηγούς της Ουκρανίας. Μια νέα δυτική στρατηγική θα μπορούσε να προωθήσει την τυποποίηση του εξοπλισμού και την εκπαιδευτική υποστήριξη για την Ουκρανία, μειώνοντας το λογιστικό βάρος της κατοχής πολλαπλών τύπων συστημάτων. Η συλλογική εκπαίδευση που θα ενημερώνεται από την ουκρανική εμπειρία στο πεδίο της μάχης και το εξελιγμένο δόγμα του ΝΑΤΟ θα παρείχε στην Ουκρανία ένα κρίσιμο πλεονέκτημα έναντι του Ρώσου αντιπάλου της.

Το βρετανικό περιοδικό «Economist» στις 29 Αυγούστου δημοσίευσε την ανάλυση με τίτλο «Μια νέα κούρσα πυρηνικών εξοπλισμών διαφαίνεται». Σύμφωνα με το βρετανικό περιοδικό, από τον Μάρτιο, η άμεση επικοινωνία μεταξύ των Κέντρων Μείωσης Πυρηνικών Κινδύνων (NRRC) των ΗΠΑ και της Ρωσίας, των δύο σημαντικότερων πυρηνικών δυνάμεων του κόσμου, έχει περιοριστεί. Αυτός ο δίαυλος επικοινωνίας, στο πλαίσιο της συνθήκης New START, ήταν ζωτικής σημασίας για την ενημέρωση κάθε χώρας σχετικά με τις κινήσεις πυραύλων και βομβαρδιστικών. Η συνθήκη θέτει επίσης ανώτατο όριο στα πυρηνικά όπλα μεγάλου βεληνεκούς. Παρόλο που και οι δύο χώρες τηρούν σήμερα τους περιορισμούς της συνθήκης όσον αφορά τον αριθμό των πυρηνικών κεφαλών και ανταλλάσσουν πληροφορίες σχετικά με τις εκτοξεύσεις βαλλιστικών πυραύλων, υπάρχουν ανησυχίες για μια αναδυόμενη κούρσα πυρηνικών εξοπλισμών. Αυτή η νέα κούρσα θα μπορούσε να ξεπεράσει τις εντάσεις της εποχής του Ψυχρού Πολέμου, ειδικά συνυπολογίζοντας την πολυπλοκότητα της ανερχόμενης Κίνας. Σύμφωνα με το δημοσίευμα, παρά τις προκλήσεις, υπάρχει η ελπίδα ότι η διεθνής κοινότητα μπορεί να βρει λύσεις για να αποτρέψει μια πλήρως ανεπτυγμένη κούρσα πυρηνικών εξοπλισμών.

«Το Σαχέλ, μια αποτυχημένη περιοχή» είναι ο τίτλος της ανάλυσης του Juan Ramón Álvarez Cobelas που ήταν δημοσιευμένο στις 31 Αυγούστου στην αγγλόφωνη ιστοσελίδα του «El Pais». Ο αρθρογράφος προβάλλει την άποψη ότι η περιοχή του Σαχέλ, που εκτείνεται από τις ακτές του Ατλαντικού έως την Ερυθρά Θάλασσα, είναι γεμάτη με προβλήματα. Παράγοντες όπως οι διαμάχες για τους μειούμενους υδάτινους πόρους και τα βοσκοτόπια έχουν αυξήσει τις εντάσεις μεταξύ των αγροτών και των νομαδικών κτηνοτρόφων. Το πρόβλημα επιδεινώνεται περαιτέρω από την ταχεία αύξηση του πληθυσμού της περιοχής,  αφήνοντας τους νέους με περιορισμένες ευκαιρίες, αναγκάζοντάς τους συχνά να στραφούν στην παραοικονομία, σε παράνομες μεταναστευτικές διαδρομές προς την Ευρώπη ή σε ομάδες τζιχαντιστών. Η εγγενής αστάθεια των κρατών του Σαχέλ είναι εμφανής. Χώρες όπως το Σουδάν, το Νότιο Σουδάν και η Αιθιοπία έχουν εμπλακεί σε εμφύλιους πολέμους, ενώ άλλες που διοικούνται από στρατιωτικές χούντες αδυνατούν να αντιμετωπίσουν τις εσωτερικές προκλήσεις. Αυτό το μείγμα δημιουργεί ώριμες συνθήκες για το σενάριο μιας αποτυχημένης περιοχής. Οι αντιδράσεις από το εξωτερικό της Αφρικής είναι ποικίλες. Η Γαλλία διστάζει να επενδύσει περαιτέρω στο Σαχέλ, εστιάζοντας περισσότερο σε ευρωπαϊκά ζητήματα όπως ο ουκρανικός πόλεμος. Η Ευρωπαϊκή Ένωση κλίνει προς τη διπλωματία. Ο ρόλος της Ρωσίας είναι διφορούμενος, καθώς καλύπτει το γεωπολιτικό κενό που άφησε η Δύση, χρησιμοποιώντας τους μισθοφόρους της Βάγκνερ υπό το πρόσχημα της "σταθεροποίησης". Την ίδια ώρα οι χώρες της περιοχές αδυνατούν να συμφωνήσουν σε σειρά ζητημάτων. 

«Συριακές διαδηλώσεις: Νέα επανάσταση ή οικονομικό ζήτημα;» είναι ο τίτλος του δημοσιεύματος της αγγλόφωνης υπηρεσίας του γερμανικού δικτύου «DW». Σύμφωνα με το δημοσίευμα το τελευταίο δεκαπενθήμερο, η Συρία βρίσκεται αντιμέτωπη με νέο κύμα κλιμακούμενων αντικυβερνητικών διαδηλώσεων, κυρίως στη νότια επαρχία Sweida, όπου μέχρι και 2.000 ντόπιοι διαδηλώνουν καθημερινά. Η σημαία της συριακής επανάστασης, που είχε να εμφανιστεί εδώ και χρόνια σε περιοχές που βρίσκονται υπό τον έλεγχο του προέδρου Μπασάρ Άσαντ, εμφανίστηκε εκ νέου κατά τη διάρκεια αυτών των διαδηλώσεων. Η μακρά ιστορία καταπιεστικών τακτικών της Συρίας, συμπεριλαμβανομένης της φυλάκισης και της δολοφονίας αντιπάλων, δεν έχει αποθαρρύνει τους διαδηλωτές. Στη Sweida, όπου ζει σε μεγάλο βαθμό η μειονότητα των Δρούζων, έχουν αποκλειστεί δρόμοι, έχουν κλείσει κυβερνητικά γραφεία και έχουν αφαιρεθεί πορτραίτα του Άσαντ. Τα κίνητρα πίσω από αυτές τις διαμαρτυρίες είναι πολύπλευρα. Οι οικονομικοί παράγοντες έπαιξαν σημαντικό ρόλο- η απόφαση της συριακής κυβέρνησης να καταργήσει τις επιδοτήσεις καυσίμων οδήγησε σε απότομη αύξηση των τιμών της βενζίνης, εντείνοντας την οικονομική πίεση σε έναν ήδη εξαθλιωμένο πληθυσμό. Σχεδόν το 90% των Σύρων ζει πλέον κάτω από το όριο της φτώχειας. Παρά τους οικονομικούς παράγοντες, οι διαμαρτυρίες έχουν και πολιτικές προεκτάσεις. Στη Sweida, αυξάνονται τα αιτήματα για μετάβαση της εξουσίας από τον Άσαντ σύμφωνα με την απόφαση 2254 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Υπάρχουν ανησυχίες για τις πιθανές αντιδράσεις του καθεστώτος Άσαντ. Ενώ η κοινότητα των Δρούζων στη Sweida έχει ιστορικά βιώσει μεγαλύτερη επιείκεια, σε άλλες περιοχές έχουν σημειωθεί αιματηρές καταστολές. 

«Το ουκρανικό αίνιγμα παραμένει ως ένα ευαίσθητο ζήτημα στην εταιρική σχέση Κίνας-Ρωσίας» είναι ο τίτλος της ανάλυσης του Φουρκάν Χαλίτ Γιολτζού που ήταν δημοσιευμένο στην αγγλόφωνη τουρκική εφημερίδα «Daily Sabah». Σύμφωνα με το συντάκτη της ανάλυσης, η κρίση στην Ουκρανία παραμένει ένα ευαίσθητο σημείο στην εταιρική σχέση Κίνας-Ρωσίας. Η Κίνα παραμένει προσεκτική στην προσέγγισή της για την ουκρανική κρίση λόγω περίπλοκων διπλωματικών ανησυχιών. Μετά την πλήρους κλίμακας εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022, τα δυτικά έθνη, ιδίως οι ΗΠΑ, απάντησαν με κυρώσεις και επικρίσεις, θέτοντας την Κίνα σε διπλωματική δυσχέρεια. Το ζήτημα χρονολογείται από την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014, όπου η ουδετερότητα της Κίνας αξιοποιήθηκε από τις ΗΠΑ ώστε να αμφισβητηθεί η δέσμευση της Κίνας στο "Πνεύμα της Σαγκάης". Η ουδετερότητα αυτή επεκτείνεται και στην εκλογική συμπεριφορά της Κίνας στον ΟΗΕ, απέχοντας από ψηφοφορίες που καταδικάζουν τη Ρωσία. Ο Κινέζος υφυπουργός Εξωτερικών, Le Yucheng, θεωρεί την εισβολή περισσότερο ως αποτέλεσμα της επέκτασης του ΝΑΤΟ παρά ως αιτία της. Ωστόσο, μετά την ουκρανική εισβολή, τα δυτικά έθνη, ιδίως οι ΗΠΑ και η ΕΕ, πιέζουν την Κίνα να καταγγείλει τη Ρωσία. Αυτό το σενάριο έχει αμαυρώσει την εικόνα του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης, ενώ ορισμένοι ισχυρίζονται ότι η κοινή γνώμη στην Κίνα δεν υποστηρίζει τη Ρωσία. Ωστόσο, και τα δύο έθνη συνεχίζουν να τονίζουν την ισχυρή συμμαχία τους, αντιστεκόμενα στις εξωτερικές πιέσεις. Παρά τις επικρίσεις από τη Δύση, ο δεσμός Κίνας-Ρωσίας παραμένει ανθεκτικός, αν και δοκιμαζόμενος, σε αυτούς τους ταραγμένους καιρούς.

Κλιμάκωση στην Ασία

 «Οι ενέργειες της Κίνας απέναντι στην Ιαπωνία και τη Xinjiang: Μια παράλληλη ιστορία», είναι ο τίτλος της παρέμβασης του Kuni Miyake. Σύμφωνα με τον αρθρογράφο, η υφιστάμενη ένταση μεταξύ Κίνας και Ιαπωνίας κλιμακώθηκε μετά την επιβολή απαγόρευσης από το Πεκίνο σε ιαπωνικά θαλάσσια προϊόντα λόγω της απελευθέρωσης νερού από τη Φουκουσίμα. Παρά το γεγονός ότι ο Διεθνής Οργανισμός Ατομικής Ενέργειας έκρινε την απόρριψη νερού της Ιαπωνίας από τον πυρηνικό σταθμό Φουκουσίμα Νο 1 ασφαλή και σύμφωνη με τα διεθνή πρότυπα ασφαλείας, η Κίνα επέκρινε και καταδίκασε ανοιχτά την εν λόγω ενέργεια. Η κριτική αυτή ασκήθηκε παρόλο που το νερό υποβλήθηκε σε επεξεργασία για την απομάκρυνση των ραδιενεργών ουσιών, εκτός από το φυσικό τρίτιο. Το συνακόλουθο αντι-ιαπωνικό συναίσθημα στην Κίνα έχει ενταθεί, με περιστατικά που κυμαίνονται από παρενοχλήσεις εναντίον ιαπωνικών σχολείων, απειλές για βόμβες, ακόμη και φυσικές επιθέσεις σε ιαπωνικές πρεσβείες. Κάνοντας έναν παραλληλισμό, το άρθρο θίγει την κατάσταση στην επαρχία Xinjiang, όπου η αυτονομία και η ελευθερία της κοινότητας των Ουιγούρων έχουν περιοριστεί από το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Η οδηγία του προέδρου Σι Τζινπίνγκ για τη "σινικοποίηση" του Ισλάμ αποτελεί περαιτέρω παράδειγμα της τάσης του Πεκίνου να καταστείλει τη θρησκευτική ελευθερία, αντικατοπτρίζοντας την περιφρόνηση της επιστημονικής συναίνεσης σχετικά με το περιστατικό της Φουκουσίμα. Τα κίνητρα της Κίνας μπορεί να βρίσκονται στην τρέχουσα οικονομική της ύφεση, που προκαλείται από παράγοντες όπως η μείωση των εξαγωγών, η στάσιμη αγορά ακινήτων και τα σημαντικά ζητήματα χρέους. Εικάζεται ότι οι πρόσφατες ενέργειες του Πεκίνου, συμπεριλαμβανομένης της αντι-ιαπωνικής ρητορικής και της πολιτικής σινιζοποίησης έναντι των Ουιγούρων, αποτελούν πολιτικές στρατηγικές για τη διατήρηση της κρατικής ασφάλειας και την εκτροπή της δημόσιας δυσαρέσκειας μετά τις προκλήσεις που προήλθαν από τον Covid-19. Ο συγγραφέας καταλήγει τονίζοντας την ανθεκτικότητα της Ιαπωνίας απέναντι στις πολιτικές πιέσεις της Κίνας και προτρέποντας για υποστήριξη των Ιαπώνων αλιέων και για σκληρή στάση απέναντι στις παράλογες απαιτήσεις της Κίνας.

«Πρέπει να είμαστε σε μεγάλη επαγρύπνηση για τις κακές προθέσεις του Τόκιο», είναι ο τίτλος της αγγλόφωνης κινεζικής εφημερίδας «People's Daily Online» που δημοσιεύτηκε στις 30 Αυγούστου. Το κύριο άρθρο της κινεζικής εφημερίδας εκφράζει έντονη ανησυχία για την αυτοπροβολή της Ιαπωνίας ως θύματος στη συνεχιζόμενη διαμάχη σχετικά με την απόφασή της να απελευθερώσει στον ωκεανό νερό που έχει μολυνθεί από πυρηνικά. Το άρθρο υποδηλώνει ότι η Ιαπωνία προβάλλει το θέμα της ασφάλειας των πολιτών της στην Κίνα για να αποσπάσει τη διεθνή προσοχή από την πράξη της πυρηνικής ρύπανσης. Το κύριο άρθρο κατηγορεί την Ιαπωνία ότι χειραγωγεί την αφήγηση για να εμφανιστεί ως θύμα κινεζικής παρενόχλησης. Τονίζει ότι η οργή της Κίνας στρέφεται κατά της πράξης της Ιαπωνίας να απελευθερώνει στον ωκεανό μολυσμένο νερό και όχι κατά των πολιτών της. Το άρθρο αναφέρει επίσης ότι το Τόκιο εκμεταλλεύεται την υποστήριξη της Δύσης, ιδίως των ΗΠΑ, σε μια προσπάθεια να μεταθέσει την ευθύνη στην Κίνα. Ο συγγραφέας προτρέπει τη διεθνή κοινότητα να αναγνωρίσει την κατάσταση αυτή όχι ως διαμάχη Κίνας-Ιαπωνίας, αλλά ως παγκόσμια ανησυχία για τη θαλάσσια οικολογική ασφάλεια. Επίσης προειδοποιεί για την προσπάθεια της Ιαπωνίας να προπαγανδίσει την "θεωρία απομόνωσης της Κίνας" και καλεί σε επαγρύπνηση έναντι προκλήσεων που θα μπορούσαν να υποκινήσουν ακραίες αντιδράσεις στην κινεζική κοινωνία. 

Ο ρωσικός και ουκρανικός Τύπος

«Η Αφρική έχει γίνει ο νεκροθάφτης της Ευρώπης» είναι ο τίτλος της ανάλυσης της Elena Karaeva που δημοσιεύτηκε στις 31 Αυγούστου από το ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων «RIA Novosti». Σύμφωνα με την αρθρογράφο, το στρατιωτικό πραξικόπημα στη Γκαμπόν απομάκρυνε τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο και ολόκληρη την οικογένεια Μπονγκό από την εξουσία, προκαλώντας σημαντικό πλήγμα στη Γαλλία και την ΕΕ. Η απομάκρυνση της φατρίας Μπονγκό από την εξουσία δεν αποτελεί απλή ενόχληση για τη Γαλλία, αλλά πλήγμα ακαταμάχητης ισχύος για επιχειρήσεις με τζίρο δισεκατομμυρίων δολαρίων, όπως η Total Gabon και η Maurel & Prom. Στη συνέχεια της ανάλυσης, η αρθρογράφος αναφέρει ότι οι εταιρείες αυτές έχουν ασχοληθεί με την παραγωγή πετρελαίου και έχουν σημαντικό κύκλο εργασιών, αλλά τα κέρδη τους είναι εις βάρος του πολύ χαμηλού κόστους παραγωγής. Όσον αφορά τον στρατό αυτών των χωρών, όσοι δεν είναι πολύ αφοσιωμένοι στην προστασία του κράτους και της κοινωνίας απομακρύνονται από την εξουσία. Τα πραξικοπήματα στην Αφρική έρχονται σε αντίθεση με τα συμφέροντα της ΕΕ και η Ευρώπη παραπαίει καθώς έχει χάσει την προηγούμενη σταθερότητά της. Η ΕΕ δεν έχει άλλη επιλογή από το να αντιμετωπίσει είτε ένα φρικτό τέλος είτε τη φρίκη χωρίς τέλος.

Σε άρθρο γνώμης που ήταν δημοσιευμένο στις 31 Αυγούστου στην αγγλόφωνη ουκρανική ενημερωτική ιστοσελίδα «The Kyiv Independent» με τίτλο «Μην ξεχνάτε τη Γεωργία», οι Batu Kutelia και Vasil Sikharulidze προβάλλουν την άποψη ότι η Γεωργία, η οποία είναι στο σταυροδρόμι της Ευρώπης και της Ασίας, βρίσκεται υπό τη σκιά της ρωσικής επιθετικότητας. Πέρα από την πρωτεύουσά της, την Τιφλίδα, τα ρωσικά στρατεύματα καταλαμβάνουν σημαντικά τμήματα της χώρας, συμπεριλαμβανομένης της Νότιας Οσετίας και της Αμπχαζίας, παραβιάζοντας την εκεχειρία που επιτεύχθηκε με τη μεσολάβηση της ΕΕ. Σύμφωνα με τους αρθρογράφους, αυτή η στρατιωτική επιθετικότητα συνοδεύεται από μια πιο διακριτική αλλά εξίσου επικίνδυνη μορφή υβριδικού πολέμου, με τη Ρωσία να χρησιμοποιεί προπαγάνδα, παρεμβάσεις και διαφθορά για να εκτροχιάσει τη δημοκρατική πρόοδο της Γεωργίας και την ευθυγράμμισή της με τη Δύση. Η αποτυχία της Δύσης να παράσχει σαφείς οδούς ένταξης στο ΝΑΤΟ για τη Γεωργία και την Ουκρανία το 2008, ενθάρρυνε τις εδαφικές φιλοδοξίες της Ρωσίας. Αυτό ήταν εμφανές όταν η Ρωσία εισήλθε στην Ουκρανία το 2014 και αργότερα το 2022. Η δήλωση του Ντμίτρι Μεντβέντεφ υπογραμμίζει περαιτέρω το πώς η Ρωσία αντιλαμβάνεται την αδράνεια της Δύσης ως αδυναμία. Η μετατόπιση της Γεωργίας από φάρο δημοκρατίας σε ένα έθνος που παλεύει με εσωτερικές και εξωτερικές απειλές υπογραμμίζει το κόστος του κατευνασμού. Για να διασφαλιστεί πραγματικά η σταθερότητα, η διεθνής κοινότητα, ιδίως το ΝΑΤΟ, χρειάζεται μια πιο διεκδικητική στάση απέναντι στις αυτοκρατορικές τάσεις της Ρωσίας, υποστηρίζοντας έθνη όπως η Γεωργία στην επιδίωξή τους για δημοκρατία και ενσωμάτωση με τη Δύση.

Επιστροφή