Μόλις 100 μέτρα από τις νότιες ακτές της Ιταλίας σημειώθηκε το ναυάγιο.
«Είδαν το πλοιάριο, το φωτογράφισαν, εντόπισαν ένα τηλεφώνημα πίσω στην Τουρκία, εντόπισαν με θερμικές κάμερες την παρουσία δεκάδων ανθρώπων στο αμπάρι. Και τους εγκατέλειψαν για περισσότερες από επτά ώρες στην τύχη τους, εν μέσω θαλασσοταραχής. Είχαν στη διάθεσή τους όλα εκείνα τα δεδομένα για να καταλάβουν ότι στο αμπάρι της παλιάς βάρκας, που προχωρούσε αργά προς τις ακτές της Καλαβρίας, στη διάρκεια της νύχτας, με έναν μόνο άνθρωπο στο τιμόνι, βρίσκονταν πάνω από 100 μετανάστες και πρόσφυγες, πολλοί εξ αυτών με τις οικογένειες τους, που είχαν πάρει το "δρομολόγιο" από την Τουρκία.
Αλλά όσο απίστευτο κι αν φαίνεται, όλες οι αρμόδιες αρχές, οι οποίες εμφανίστηκαν τελικώς στο σημείο της τραγωδίας, μόλις λίγες ώρες μετά το ναυάγιο - που όπως φαίνεται είναι το δεύτερο πλέον πολύνεκρο στην ιστορία της Ιταλίας - δε σκέφτηκαν να κάνουν αυτό που ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν: να σώσουν ανθρώπους που κινδυνεύουν. Με στυγνή, γραφειοκρατική γλώσσα, η υπόθεση με το πλοιάριο χαρακτηρίστηκε "αστυνομική υπόθεση" και όχι "έρευνας και διάσωσης". Το αεροσκάφος που εντόπισε τη βάρκα, γρήγορα ξέμεινε από καύσιμα και επέστρεψε στη βάση του, τα σκάφη των διωκτικών αρχών, που απέπλευσαν προς αναζήτηση της βάρκας σε μια "επιχείρηση κατά εγκληματικής δραστηριότητας", επέστρεψαν λόγω της κακοκαιρίας και όλοι πήγαν για ύπνο, ενώ η βάρκα με τους 150-200 τρομοκρατημένους ανθρώπους διαλυόταν μόλις 100 μέτρα από τις ακτές. Έπρεπε να περάσουν 36 ώρες από την τραγωδία για να σπάσουν τη σιωπή τους η ιταλική ακτοφυλακή και η Frontex, αντικρούοντας η μια την άλλη με τις δηλώσεις τους.